Μες στου φθινόπωρου την ήρεμη νοσταλγία μάγισσα η αγράμπελη στον τοίχο μας σκαρφαλώνει, με δύναμη που της δώρισε κάποια κρυφή αγία, και παρόλο το κρυόβροχο, όλο και μεγαλώνει.
Ο τοίχος μας φθινοπωρινός μαζί της όλο μαλώνει, γιατί ζωϋφια ακάλεστα τα φύλλα της κάναν σπίτι, και ο κορμός της στη γλάστρα μας συνέχεια μεγαλώνει, και στέλνει φιλιά σ΄ αυγερινό φιλιά σ΄ αποσπερίτη.
Κι ένα πρωινό με φιλόβροχο με παγωνιάς σταγόνες άξαφνα η αγράμπελη κόκκινο πήρε χρώμα δανείστηκαν το κατακόκκινο ρούχο κι οι ανεμώνες και θάψανε τη λύπη τους βαθιά μέσα στο χώμα.
Κάμπιες ισορροπούσανε στα φύλλα που κρεμόταν με δύναμη κι υπομονή κρατιόταν απ΄τα χέρια ώσπου ερχόταν η νυχτιά και το άλικο χανόταν καθώς λαμπίδες πέταγαν κι άναβαν αγιοκέρια.
Μακάρι οι ρούγες να μυρίζουν ανθόκλαρα με γιασεμιά, να μοσχοβολάει το σταρένιο ψωμί σε κάθε σπίτι, οι αυλές να λάμπουν από πάστρα και κατάλευκο ασβέστη και οι βαμμένες γλάστρες σε χρώματα του γαλάζιου και του κόκκινου να συμπαραστέκονται στην αισθητική της χρυσοχέρας νοικοκυράς.
Κι ας βρίσκεται τόσο μακριά και τόσο κοντά το κάστρο, η καρδιά ας παραμερίζει τα δαφνόφυλλα, που ξεφυτρώνουν από αναπάντεχες ρίζες.
Κι αυτό το κάστρο γιατί να υπάρχει; ίσως γιατί μετά από τα χαλάσματα
βρίσκεται γκρεμός και εκτός από ακρολίθαρα μπορεί να πέσουν στον γκρεμό αδιάφοροι
και αμέριμνοι διαβάτες, που πηγαίνουν να διαβάσουν εκεί κάποια παλιά ιστορία.
Κάπου δίπλα υπάρχουν και νερά, που ξεπηδάνε, μονότονα και ξαφνικά ακούγεται χαλικισμός,
σαν να θέλουν αυτά τα νερά από το πουθενά να γκρεμίσουν ό,τι χτίστηκε με ιδρώτα και αίμα από σκλάβους.
Αρχίζεις κάποιες φορές να συλλογάσαι την αποσύνθεση αυτού του κάστρου και τελειώνοντας την περιπλάνησή σου το βλέπεις μ΄αγκάθια στεφανωμένο και με μικρές νεφέλες καταστροφής.
Ο ποιητής δεν έχει κανένα έργο, που να θέλει να το φτιάξει, δεν γνωρίζει έβδομη μέρα, να ξεκουραστεί, κανένα κάστρο δεν μπορεί να φτιάξει με τα χέρια του, κανένα έργο του δεν είναι αυτό, που θα ήθελε να φτιάξει. Κανένα έργο χειρών και ψυχής ανθρώπου δεν μπορεί να προσεγγίσει άνθρωπο, γιατί η ομορφιά όπως και ο έρωτας είναι ατομικό κοίταγμα, μοναδικό, αυτόφωτο, δεν είναι φορεσιά να την φορέσεις, είναι σαν το κάστρο, που οι σκλάβοι δεν γνωρίζουν από πριν το σχέδιο του και το βλέπουν μόλις βάλουν και την τελευταία του πέτρα....
Στις άκομψες ώρες μου ζητώ τη συντροφιά σου αυτές, που μια ζωή στα χέρια μου κρατώ, μα όταν μου μίλησες με τα χείλη τ΄ακριβά σου τα χέρια μου σχημάτισαν καρδιά του σ΄αγαπώ.
Αυτή η ανάσα, που κρατώ τώρα στα δυο μου χέρια είναι της χαμένης νιότης μου αστέρια λαμπερά, είναι της άνοιξης βλαστοί αγάπης περιστέρια, που με φιλιά κι αναπνοές χτίσανε μια φωλιά.
Ποτέ ανάσα δεν βάλθηκε να χτίσει κάποιο κάστρο, σε δύο χέρια, που ικέτευαν αγάπης μια πνοή, μα κάποιο της μοίρας απόμακρο και της αγάπης άστρο, βάλθηκε στα χέρια μου να ζήσει με σιωπή.
Κι έγιναν τα χέρια μου ευχή και λυτρωμού ένα χάδι, γιατί αξιώθηκαν να δεχτούν αγάπη αληθινή, που έγινε χρυσοκέντητο βυζαντινό σημάδι και στόλισε τα δάχτυλα μ΄ελπίδα παντοτινή.
Αυτή η ανάσα μ΄αγκάλιασε, μ΄αυτή θα αγναντεύω τη μοίρα, που θυμήθηκε πως ζω κάπου εδώ, θα ΄ναι του ουρανού ένα μήνυμα όταν θα σε γυρεύω, που θα μου δείχνει σε ποια ξαστεριά θα ψάξω να σε βρω.