Σκοτείνιασαν μουντοί πετούν οι γερανοί,
πάνω από μια πολιτεία, που κοιμάται,
κι άξαφνα ακούει απ΄το σύμπαν μια φωνή,
που κάνει κάθε ψυχή να τρέμει, να φοβάται.
Άραγε θα σβηστεί αυτή φωτιά η δολερή;
Τυφλοί τρέχουν μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
χάθηκε ‘όμως η ελπίδα και ήρθε θλίψη σκοτεινή,
πλάνες ματιές χωρίς να ξέρουν, πού θα φτάσουν.
Όλοι μονόχνωτοι μετανιωμένοι και σκυφτοί,
σύγκορμη η ανάσα προσδοκά μια τελευταία κρίση,
τα νιάτα φεύγουν κι η χαρά μένει μισή
κι αυτή κοιμάται και θ΄αργήσει να ξυπνήσει.
Άραγε θα προσμένουν κάποια ευχούλα να τους πω;
Μια γνώμη άβουλη, κακοτυχιά μιας νιότης;
σαν τη δική μας, που θα σβηστεί χωρίς σκοπό,
γιατί ακόμη δεν βρήκε τον σκοπό της;
Ας μάθουμε τον πόνο να ζούμε τον στερνό
κι εσύ ζωή μάθε τον ίδιο πόνο να αλέθεις,
με χούφτες λίγες σταγόνες με νερό,
θα χορεψουμε μαζί με το τρελό κρασί της μέθης.
Αυτή είναι η μοίρα σου άνθρωπε αχ! αυτή
που φτιάχνεις και ξεφτιάχνεις και ξαναλέθεις
εσύ που γνέθεις και ξεγνέθεις τη ζωή,
και πάντα χάνεσαι με το τρελό κρασί της μέθης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου