Μακάρι οι ρούγες να μυρίζουν ανθόκλαρα με γιασεμιά, να μοσχοβολάει το σταρένιο ψωμί σε κάθε σπίτι, οι αυλές να λάμπουν από πάστρα και κατάλευκο ασβέστη και οι βαμμένες γλάστρες σε χρώματα του γαλάζιου και του κόκκινου να συμπαραστέκονται στην αισθητική της χρυσοχέρας νοικοκυράς.
Κι ας βρίσκεται τόσο μακριά και τόσο κοντά το κάστρο, η καρδιά ας παραμερίζει τα δαφνόφυλλα, που ξεφυτρώνουν από αναπάντεχες ρίζες.
Κι αυτό το κάστρο γιατί να υπάρχει; ίσως γιατί μετά από τα χαλάσματα
βρίσκεται γκρεμός και εκτός από ακρολίθαρα μπορεί να πέσουν στον γκρεμό αδιάφοροι
και αμέριμνοι διαβάτες, που πηγαίνουν να διαβάσουν εκεί κάποια παλιά ιστορία.
Κάπου δίπλα υπάρχουν και νερά, που ξεπηδάνε, μονότονα και ξαφνικά ακούγεται χαλικισμός,
σαν να θέλουν αυτά τα νερά από το πουθενά να γκρεμίσουν ό,τι χτίστηκε με ιδρώτα και αίμα από σκλάβους.
Αρχίζεις κάποιες φορές να συλλογάσαι την αποσύνθεση αυτού του κάστρου και τελειώνοντας την περιπλάνησή σου το βλέπεις μ΄αγκάθια στεφανωμένο και με μικρές νεφέλες καταστροφής.
Ο ποιητής δεν έχει κανένα έργο, που να θέλει να το φτιάξει, δεν γνωρίζει έβδομη μέρα, να ξεκουραστεί, κανένα κάστρο δεν μπορεί να φτιάξει με τα χέρια του, κανένα έργο του δεν είναι αυτό, που θα ήθελε να φτιάξει. Κανένα έργο χειρών και ψυχής ανθρώπου δεν μπορεί να προσεγγίσει άνθρωπο, γιατί η ομορφιά όπως και ο έρωτας είναι ατομικό κοίταγμα, μοναδικό, αυτόφωτο, δεν είναι φορεσιά να την φορέσεις, είναι σαν το κάστρο, που οι σκλάβοι δεν γνωρίζουν από πριν το σχέδιο του και το βλέπουν μόλις βάλουν και την τελευταία του πέτρα....
Βασίλης Ανδρονίδης