Σελίδες

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

Θα ξυπνήσω το πρωί για σένα


Σε λίγο κρύβεται η νύχτα η σκοτεινή αγαπημένη
και η ασημιά κι εφήμερη φεγγαρογραμμή
μία λαχτάρα μου κρυφή στη σκέψη παραμένει
αν θα σε δω, αν θα ΄σαι εσύ και τούτο το πρωί.
Το κορμί μου κατάστρωμα στου λιμανιού την ώρα
λογάται αν μέσα στα μάτια σου θα βρίσκομαι εγώ
ο ύπνος μου με όνειρα με φοβερίζει τώρα
κι αναρωτιέμαι αγάπη μου αν θα σε ξαναδώ.
Ηλιοφόρες φωτολαμπές αγγίζουν την καρδιά μου
και με χαρούμενες φωνές ξυπνάνε τα παιδιά,
θα σ΄έχω άραγε σήμερα ξανά στην αγκαλιά μου
ή θα σε χάσω αναίτια σε άγνωστη ξενιτιά;
Με το κεφάλι αναγερτό αρχίζω να σε γυρεύω,
ρωτάω τ΄αστέρια και μου λεν πως πάντα είσαι εδώ
τα ρόδα εξυπνήσανε μ΄αγάπη τα μαζεύω
κι αυτά μου λεν πως κάθε πρωί για σένα θα ξυπνώ.
Για σένα ξυπνώ κάθε πρωί αστέρι της ζωής μου
κι ανανεώνω τη σκέψη μου για το άλλο το πρωί,
που μ΄αγωνία θα σε καλώ με τη βραχνή φωνή μου,
μέχρι ν΄ακούσω τη γνώριμη ξεχωριστή φωνή.
Βασίλης Ανδρονίδης

η αγράμπελη κοκκίνισε




Μες στου φθινόπωρου την ήρεμη νοσταλγία
μάγισσα η αγράμπελη στον τοίχο μας σκαρφαλώνει,
με δύναμη που της δώρισε κάποια κρυφή αγία,
και παρόλο το κρυόβροχο, όλο και μεγαλώνει.

Ο τοίχος μας φθινοπωρινός μαζί της όλο μαλώνει,
γιατί ζωϋφια ακάλεστα τα φύλλα της κάναν σπίτι,
και ο κορμός της στη γλάστρα μας συνέχεια μεγαλώνει,
και στέλνει φιλιά σ΄ αυγερινό φιλιά σ΄ αποσπερίτη.

Κι ένα πρωινό με φιλόβροχο με παγωνιάς σταγόνες
άξαφνα η αγράμπελη κόκκινο πήρε χρώμα
δανείστηκαν το κατακόκκινο ρούχο κι οι ανεμώνες
και θάψανε τη λύπη τους βαθιά μέσα στο χώμα.

Κάμπιες ισορροπούσανε στα φύλλα που κρεμόταν
με δύναμη κι υπομονή κρατιόταν απ΄τα χέρια
ώσπου ερχόταν η νυχτιά και το άλικο χανόταν
καθώς λαμπίδες πέταγαν κι άναβαν αγιοκέρια.
Βασίλης Ανδρονίδης

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

Το καστρο της καρδιάς

 Μακάρι οι ρούγες να μυρίζουν ανθόκλαρα με γιασεμιά,  να μοσχοβολάει το σταρένιο ψωμί σε κάθε σπίτι, οι αυλές να λάμπουν από πάστρα και κατάλευκο ασβέστη και οι βαμμένες γλάστρες σε χρώματα του γαλάζιου και του κόκκινου να συμπαραστέκονται στην αισθητική της χρυσοχέρας νοικοκυράς.

Κι ας βρίσκεται τόσο μακριά και τόσο κοντά το κάστρο, η καρδιά ας παραμερίζει τα δαφνόφυλλα, που ξεφυτρώνουν από αναπάντεχες ρίζες.

Κι αυτό το κάστρο γιατί να υπάρχει; ίσως γιατί μετά από τα χαλάσματα

βρίσκεται γκρεμός και εκτός από ακρολίθαρα μπορεί να πέσουν στον γκρεμό  αδιάφοροι

και αμέριμνοι διαβάτες, που πηγαίνουν να διαβάσουν εκεί κάποια παλιά ιστορία.

Κάπου δίπλα υπάρχουν και νερά, που ξεπηδάνε, μονότονα και ξαφνικά ακούγεται χαλικισμός,

σαν να θέλουν αυτά τα νερά από το πουθενά να γκρεμίσουν ό,τι χτίστηκε με ιδρώτα και αίμα από σκλάβους. 

Αρχίζεις κάποιες φορές να συλλογάσαι την αποσύνθεση αυτού του κάστρου και τελειώνοντας την περιπλάνησή σου το βλέπεις μ΄αγκάθια στεφανωμένο και με μικρές νεφέλες καταστροφής.

Ο ποιητής δεν έχει κανένα έργο, που να θέλει να το φτιάξει, δεν γνωρίζει έβδομη μέρα, να ξεκουραστεί, κανένα κάστρο δεν μπορεί να φτιάξει με τα χέρια του, κανένα έργο του δεν είναι αυτό, που θα ήθελε να φτιάξει.  Κανένα έργο χειρών και ψυχής ανθρώπου δεν μπορεί να προσεγγίσει άνθρωπο, γιατί η ομορφιά όπως και ο έρωτας είναι ατομικό κοίταγμα, μοναδικό, αυτόφωτο,  δεν είναι φορεσιά να την φορέσεις, είναι σαν το κάστρο, που οι σκλάβοι δεν γνωρίζουν από πριν το σχέδιο του και το βλέπουν μόλις βάλουν και την τελευταία του πέτρα....

Βασίλης Ανδρονίδης